- κικλήσκω
- κικλήσκω (Α)1. καλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον κοντά μου («κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός», Ομ. Οδ.)2. προσκαλώ κάποιον σε γεύμα, δείπνο κ.λπ.3. καλώ κάποιον να μέ βοηθήσει, επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου («κικλήσκουσ' Ἀίδην καὶ ἐπαινὴν Περσεφόνειαν», Ομ. Ιλ.)4. απευθύνομαι σε κάποιον, μιλώ σε κάποιον («ψυχὴν κικλήσκων Πατροκλῆος δειλοῑο», Ομ. Ιλ.)5. δίνω όνομα σε κάποιον ή σε κάτι, κατονομάζω («ἀφ' οὗ δὴ ὴ Ῥήγιον κικλήσκεται», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλώ].
Dictionary of Greek. 2013.